- μπατάλης
- ισσα , ικο слишком жирный, обрюзгший, неуклюжий, неповоротливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπατάλης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), δυσκίνητος, πλαδαρός, άχαρος: Έγινε μπατάλης από την τεμπελιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπατάλης — ο, θηλ. άλισσα και άλα, ουδ. ικο 1. (για πρόσωπα) υπερβολικά μεγαλόσωμος, πλαδαρός, άκομψος, άχαρος και δυσκίνητος 3. (για πράγματα) χονδροειδής, κακότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. battal] … Dictionary of Greek
μπαταλεύω — [μπατάλης] 1. γίνομαι μπατάλης, γίνομαι χοντρός, πλαδαρός, άχαρος και δυσκίνητος … Dictionary of Greek
μπαταλιάζω — [μπατάλης] καθιστώ κάτι άχρηστο … Dictionary of Greek
μπατάλικος — η, ο [μπατάλης] μπατάλης … Dictionary of Greek
μπάταλος — ο πολύ μπατάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. battal] … Dictionary of Greek
μπατάλεμα — το [μπαταλεύω] το να γίνεται κανείς μπατάλης … Dictionary of Greek
μπατάλικος — η, ο ο μπατάλης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)